εξαίρω

εξαίρω
(AM ἐξαίρω, Α και ἐξαείρω) [αίρω]
υψώνω κάτι ώστε να είναι ορατό, επαινώ («εξαίρει τις αρετές»)
νεοελλ.
1. τονίζω τη σπουδαιότητα («εξαίρει τη σοβαρότητα τής καταστάσεως»)
2. παθ. υψώνομαι σε ανώτερο επίπεδο (ηθικό, συναισθηματικό)
αρχ.-μσν.
1. εξαφανίζω («ἄφετε ἴδωμεν εἰ ἐξάραι ὁ Θεὸς τὸν ἐχθρὸν τοῡτον τὸν ἀντιστάμενον ἡμῑν», Δούκας)
2. μέσ. σηκώνομαι, ανεβαίνω
αρχ.
1. σηκώνω, υψώνω («ἐξάρας [αὐτόν] παίει ἐς τὴν γῆν», Ηρόδ.)
2. (για πουλί) υψώνομαι από το έδαφος
3. παθ. ανεγείρομαι, υψώνομαι («τοῡτο [τοῡ τείχεος] ἅμα νυκτὶ ἐξηείρετο διπλήσιον τοῡ ἀρχαίου», Ηρόδ.)
4. πρήζομαι
5. παίρνουν τα μυαλά μου αέρα («ἐλπίσιν κεναῑς... ἐξήρετο», Σοφ.)
6. μεγαλοποιώ («οὕτω δ' ἄνω τὸ πρᾱγμα ἐξάρας ἐφθόνησέ μου ταῑς διαβολαῑς», Αισχίν.)
7. παρακινώ, προτρέπω («μηδὲν δεινὸν ἐξάρῃς μένος», Σοφ.)
8. διώχνω, απομακρύνω («ἐξάρατε τὸν πονηρὸν ἐξ ὑμῶν αὐτῶν», ΚΔ)
9. ξεκινώ («ἐξάραντες παντί τῷ στρατεύματι», Πολ.)
10. αφαιρώ («ἐξᾱραι τὰ ἔπιπλα»)
11. μέσ. κερδίζω («δοιοὺς ἐξήρατο μισθούς», Ομ. Οδ.)
12. (για αρρώστια) κολλώ
13. διαστρέφω («τὰ γὰρ δῶρα... ἐξαίρει λόγους δικαίων», ΠΔ)
14. (ρητ.) μιλώ σε υψηλό ύφος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐξαίρω — lift up pres subj act 1st sg ἐξαίρω lift up pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξαίρω — εξαίρω, εξήρα βλ. πίν. 80 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εξαιρώ — εξαιρώ, εξαίρεσα βλ. πίν. 76 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εξαιρώ — (AM ἐξαιρῶ, έω) [αιρώ] 1. βγάζω από μέσα, αφαιρώ 2. δεν συμπεριλαμβάνω με άλλους, αποκλείω («τὰς μητέρας ἐξελόντες», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. για ειδικούς λόγους απαλλάσσω ή αποκλείω κάποιον από καθήκον ή δικαίωμα («ο νόμος εξαιρεί τα παιδιά τών… …   Dictionary of Greek

  • εξαίρω — εξάρθηκα, μτβ. 1. εξυψώνω ηθικά, εγκωμιάζω. 2. τονίζω ιδιαίτερα, δηλώνω με έμφαση: Εξαίρω τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσετε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξαιρώ — εξαίρεσα, εξαιρέθηκα, εξαιρεμένος, μτβ.,1. αφαιρώ κάτι από ένα ή από πολλά, βγάζω από μέσα, αποσπώ: Εξαιρώ δόντι. 2. δε συνυπολογίζω σε κάτι, δεν περιλαμβάνω, αποκλείω: Οι παρόντες εξαιρούνται. 3. απαλλάσσω για ιδιαίτερους λόγους από κάποια… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξαιρῶ — ἐξαιρέω take out pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐξαιρέω take out pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐξαιρέω take out pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐξαιρέω take out pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαίρετον — ἐξαίρω lift up pres imperat act 2nd dual ἐξαίρω lift up pres ind act 3rd dual ἐξαίρω lift up pres ind act 2nd dual ἐξαίρω lift up imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) ἐξαιρετός removable masc/fem acc sg ἐξαιρετός removable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαίρῃ — ἐξαίρω lift up pres subj mp 2nd sg ἐξαίρω lift up pres ind mp 2nd sg ἐξαίρω lift up pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξηρμένα — ἐξαίρω lift up perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐξηρμένᾱ , ἐξαίρω lift up perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐξηρμένᾱ , ἐξαίρω lift up perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”